- λωπίζω
- λωπίζωuncoverpres subj act 1st sgλωπίζωuncoverpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λωπίζω — Α) [λώπη] γδύνω, γυμνώνω, κυρίως από ρούχα ή όπλα («ἐκ δ ἐλώπισεν πλευρὰν ἅπασαν ὠλένην τ εὐώνυμον», Σοφ.) … Dictionary of Greek
λωπίζει — λωπίζω uncover pres ind mp 2nd sg λωπίζω uncover pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωπίζειν — λωπίζω uncover pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλώπισεν — λωπίζω uncover aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπικαλλώπιζε — πρός , ἐπί , κατά λωπίζω uncover pres imperat act 2nd sg πρός , ἐπί , κατά λωπίζω uncover imperf ind act 3rd sg (homeric) πρός , ἐπί καλλωπίζω beautify the face pres imperat act 2nd sg πρός , ἐπί καλλωπίζω beautify the face imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαλλωπίζει — σύν , κατά λωπίζω uncover pres ind mp 2nd sg σύν , κατά λωπίζω uncover pres ind act 3rd sg σύν καλλωπίζω beautify the face pres ind mp 2nd sg σύν καλλωπίζω beautify the face pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακαλλωπίσαι — ἀνά , κατά λωπίζω uncover aor inf act ἀνακαλλωπίσαῑ , ἀνά , κατά λωπίζω uncover aor opt act 3rd sg ἀνά καλλωπίζω beautify the face aor inf act ἀνακαλλωπίσαῑ , ἀνά καλλωπίζω beautify the face aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απολωπίζω — ἀπολωπίζω (Α) [λωπίζω] γδύνω, κατακλέβω … Dictionary of Greek
λωπιστός — λωπιστός, όν (Α) [λωπίζω] αυτός που φορά μπαλωμένα ρούχα («λωπιστὸς ὁ Παλαμήδης ἐκ τῆς τῶν ἱματίων ἐπιρράψεως», Ησύχ.) … Dictionary of Greek
περιλωπίζω — Α καλύπτω ολόγυρα με λώπη*, περιενδύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λωπίζω / < λώπη «ιμάτιο»] … Dictionary of Greek